- ἐπίπροσθεν
- ἐπίπροσθενbeforenu̱movable indeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίπροσθεν — ἐπίπροσθεν (AM) [πρόσθεν] επίρρ. 1. (για τόπο) μπροστά («ποῑον ἐπίπροσθεν νέφος θῶμαι», Ευρ.) 2. (με γεν.) μπροστά σε κάτι («ἐπίπροσθεν τῶν ὀφθαλμῶν ἔχοντα», Πλάτ.) 3. (για βαθμό, τάξη, σειρά) πρώτα, σε πρώτη θέση (α. «καί μὴ ‘πίπροσθεν τῶν ἐμῶν… … Dictionary of Greek
'πίπροσθεν — ἐπίπροσθεν , ἐπίπροσθεν before nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπροσθε — ἐπίπροσθεν before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπροσθώ — (AM ἐπιπροσθῶ, έω) [επίπροσθεν] μπαίνω, βρίσκομαι μπροστά, παρεμβάλλομαι, εμποδίζω («ἐπιπροσθοῡντος τοῡ Κιθαιρῶνος», Θεόφρ.) αρχ. μτφ. σκιάζω, επισκοτίζω, συσκοτίζω («τὸν χρόνον... ἐπιπροσθοῡντα τῇ γνώσει τῶν πραγμάτων», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐπίπροσθ' — ἐπίπροσθε , ἐπίπροσθεν before indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)